Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

"Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία."
Θόδωρος ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

τώρα που, όλο και περισσότερο, το τίποτε είναι τίποτε...

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

test είναι, να θυμηθώ πως ανεβάζω εικόνες..

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

η ποίηση δεν είναι χούι.
αφού "πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι"...

το 1852 ο Ανδρέας Κάλβος αυτοεξορίζεται στην Αγγλία, παντρεύεται μια δασκάλα, εγκαθίστανται στο βορρά για να πεθάνει εκεί δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια μετά. όλα αυτά τα χ...ρόνια, μέχρι το θάνατό του, δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα.

"Όσο ήταν ποιητής, η φωνή του βοηθούσε τη φαντασία μας, αλλά πως μπορεί να τον φανταστεί ως σύζυγο μιας αγγλοσαξωνικής συζυγίας; Δεκαοχτώ χρόνια χωρίς μια λέξη ελληνικά και τα όνειρά του ακόμα ξενόγλωσσα"- γράφει ο Σεφέρης για τον Κάλβο στις "Δοκιμές".

πάντα απορούσα για τον πρόδρομο θάνατο των ποιητών. για τους ποιητές που άξαφνα σώπασαν, δεν ξανάγραψαν τίποτε πια, εγκατέλειψαν την ποίηση. η σιωπή των ποιητών...

"Η σιωπή του Ρεμπώ είναι μια μουσική παύση που προεκτείνεται στο άπειρο, μια σιωπή τόσο βαθειά και τόσο απέραντη που προξένησε στη λογοτεχνία μια μείζονα θρόμβωση. Τι δεν θάδινε ο κόσμος των γραμμάτων να σβήσει τη σιωπή αυτή... Ο Ρεμπώ τράβηξε για τα πέρατα της γης, για να γράψει τις σιωπές του" - γράφει ο Karl Shapiro, υπογραμμίζοντας ότι η ζωή του Ρεμπώ μοιράζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο μισό που είναι η ζωή του ποιητή και το άλλο μισό, εκείνο του άναρθρου περιπλανώμενου.

ό,τι έγραψε ο Ρεμπώ, το έγραψε μέχρι τα είκοσι. από τότε, μέχρι το θάνατό του στα τριανταεπτά του χρόνια, σώπασε. μεταμορφώθηκε. από ποιητής έγινε τυχοδιώκτης, κυνηγώντας την τύχη του από τα λατομεία της Κύπρου στην Ερυθρά Θάλασσα και την Αβησσυνία. από ποιητής στο Παρίσι, έμπορος όπλων και δουλέμπορος στην Αφρική.

"είναι αδύνατο να εννοήσουμε τον Ρεμπώ και την ποίησή του αν δεν παραδεχτούμε πως η σιωπή εξηγεί την ποίηση καλύτερα από τους πεντακόσιους τόμους που γράφτηκαν για αυτήν. Η σιωπή αυτή είναι η μεγάλη ανακάλυψη του δημιουργού ύστερα από μιας ατελεύτητη αγωνία." (Shapiro)

οι ποιητές σωπαίνουν κάτω από τους ξένους ουρανούς... μελετώντας μερόνυχτα Κάλβο, αναπολώντας Ρεμπώ, ανακαλώ Σεφέρη:

"Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου"

η μετανάστευση των δημιουργών ριμάρει, αν και ανομοιοκατάληκτα, με τη σιωπή των ποιητών. κι αν Κάλβος και Ρεμπώ εγκατέλειψαν τον τόπο τους και μαζί την ποίηση, είναι αλλιώτικη η σιωπή των ποιητών στον ίδιο τον τόπο τους, μέχρι τον θάνατό τους. ο Αναγνωστάκης, για παράδειγμα, κάποια στιγμή, σχεδόν εξήγγειλε ότι δεν θα ξαναγράψει ποίηση, δήλωση που επιβεβαίωσε με τη σιωπή δεκαπέντε χρόνων μέχρι τον θάνατό του.

αν η εγκατάλειψη της ποίησης είναι τόσο ακέραια, αν δεν ισομερίζεται ανάμεσα σε τόπο και σε ποίηση, αν δεν συναρτάται με φυγή, με αναχώρηση, με αυτοεξορία, με μετανάστευση, τότε εγκαλείται πιο εύκολα, αναζητώντας συνηγορίες.

στον Αναγνωστάκη ίσως παραστέκεται, σχεδόν προφητικά, ο συμπολίτης ομότεχνός του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πολλά χρόνια πριν τη σιωπή του:

"Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
‘Οσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του."

επιστρέφω...
ας όψεται η απώλεια των κωδικών τόσο καιρό...

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

"θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;¨

ΚΑ´

Ἐμεῖς ποὺ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ προσκύνημα τοῦτο
κοιτάξαμε τὰ σπασμένα ἀγάλματα
ξεχαστήκαμε καὶ εἴπαμε πὼς δὲ χάνεται ἡ ζωὴ τόσο εὔκολα
πὼς ἔχει ὁ θάνατος δρόμους ἀνεξερεύνητουςκαὶ μία δική του δικαιοσύνη

πὼς ὅταν ἐμεῖς ὀρθοὶ στὰ πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στὴν πέτρα ἀδερφωμένοι
ἑνωμένοι μὲ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδυναμία,
οἱ παλαιοὶ νεκροὶ ξεφύγαν ἀπ᾿ τὸν κύκλο καὶ ἀναστήθηκαν
καὶ χαμογελᾶνε μέσα σὲ μία παράξενη ἡσυχία.

ΚΒ´

Γιατί περάσαν τόσα καὶ τόσα μπροστὰ στὰ μάτια μας
ποὺ καὶ τὰ μάτια μας δὲν εἶδαν τίποτε, μὰ παραπέρα
καὶ πίσω ἡ μνήμη σὰν τὸ ἄσπρο πανὶ μία νύχτα σὲ μιὰ μάντρα
ποὺ εἴδαμε ὁράματα παράξενα, περισσότερο κι ἀπὸ σένα,
νὰ περνοῦν καὶ νὰ χάνουνται μέσα στὸ ἀκίνητο φύλλωμα μιᾶς πιπεριᾶς

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολὺ τούτη τὴ μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ ἦταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις
θὰ μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλέψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;"

στίχοι του Σεφέρη, από το 'Μυθιστόρημα". απόψε τους άκουγα πολλά νυχτωμένα χιλιόμετρα, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι. μου αρέσει η ηχητική των ποιητών. η δική τους ανάγνωση στους ίδιους τους στίχους τους νομίζω πως είναι a priori αξεπέραστη. εμπεριέχουν τις σιωπές τους στην εκφορά τους, ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά των ποιητών που δύσκολα αποκαλύπτεται σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο. σπάνια έχω ταυτίσει την ανάγνωση ποιημάτων με φωνές άλλες από εκείνες των ποιητών. δεν είναι όλοι Κατράκηδες...

μόνο που τούτοι οι στίχοι που με ταξίδευαν για ώρες απόψε, θα είναι για πάντα συνυφασμένοι με μια άλλη φωνή από μια άλλη θάλασσα. όχι με τον κοφτό, εσώτερο τον τρόπο του Σεφέρη. αλλά με την κόψη του ίδιου του στίχου, όλη την νύχτα απόψε τον άκουγα να απαγγέλει τόσο ερωτηματικά τον στίχο "θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;'

ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που απήγγειλε Σεφέρη...

τούτοι οι στίχοι γράφτηκαν από το Σεφέρη στα τέλη του '34. ο Θόδωρος γεννήθηκε μόλις λίγους μήνες μετά. οι μοίρες, λένε οι γιαγιάδες, συνάσονται στους ουρανούς λίγο πριν γεννηθούμε, εξυφαίνοντας τα πεπρωμένα μας...



Υ.Γ.: πρώτη δημοσίευση: fcb, 7 Ιουλίου 2012

να κρατήσεις όλα σου τα χέρια...

"Με κάθε τρόπο
κοίτα να κρατήσεις όλα σου τα χέρια.
Ας τσούζει το ιώδιο και η γύμνια.
Με τις πληγές ολάνοιχτες στα ακροδάχτυλα σου
ζούπηξε τα στη σήμανση του κόσμου.
με έναν ήλιο που ρουφάει το τελευταίο φως
βουλιάζοντας στη θάλασσα
και τώρα ακόμα δεν θέλω να πεθάνω

Ίσως προφτάσουμε – ποιός ξέρει
μα μετρήσουμε μια νύχτα
σαν τα παιδιά που απλώνουνε τα χέρια
για να σου δείξουν πόσο σε αγαπάνε

Είπες πως δεν θέλεις μήτε να νικήσεις
Είπες πως δεν σε νοιάζει…
Λοιπόν,λίγο κουράγιο ακόμα
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης"

Άρης Αλεξάνδρου, "Άγονη Γραμμή"
Άη Στράτης 1951


πόσες και πόσες φορές δεν ανακαλώ, δεν επικαλούμαι, δεν καταφεύγω, δεν υπεκφεύγω κραδαίνοντας το πρώτο δίστιχο του ποιήματος σαν γύφτικο σκεπάρνι..

"με κάθε τρόπο
κοίτα να κρατήσεις όλα σου τα χέρια"...

πόσο επίκαιροι στίχοι τώρα που οι αυτόχειρες πληθαίνουν... τώρα που κι εγώ, κάποιες στιγμές, ακούω το βήμα μου να ξεμακραίνει χωρίς εμένα... πόσες φορές δεν γραπώνομαι αλαμπρατσέτα απ' αυτούς τους στίχους...

κι αν κοντοστέκομαι είναι που σκέφτομαι ότι όσο πληθαίνουν οι αυτόχειρες, λιγοστεύουν οι Κυναίγειροι... μα πάλι, λέω, αυτόχειρες, Κυναίγειροι, δεν ξέρανε τον τρόπο; αυτό, όμως, που περισσότερο με τρομάζει είναι ότι τούτοι οι στίχοι ανήκουνε σε έναν, τελικά, αυτόχειρα ποιητή...

για αυτό σου λέω, όχι "με κάθε τρόπο", δεν έχει πολλούς, αν έχει... για αυτό σου λέω, δώσμου το χέρι σου... ή, αν δεν έχεις πια, δώσμου το άλογό σου...



Υ.Γ.: πρώτη δημοσίευση: 8 Ιουλίου 2012

η ζωή είναι...

"Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ..." και, μετά, κενό.

όποτε περνάω από τα Γιάννενα, απέναντι από το Κάστρο, ενστικτωδώς κοιτάζω τον τοίχο αυτό μήπως και δω κάποια συνέχεια, κάποιο συμπλήρωμα στην ημιτελή γράση αλλά φευ, κενό...

ας το έγραφε, τουλάχιστον, ε...ίναι αλλιώς ένα κενό γραμμένο από ένα κενό ...κενό. στο αληθινό κενό χωράνε όλα αλλά και μπορούνε να χαθούνε όλα. σαν τη ζωή.

χθες, ποδηλατώντας στην Μπενάκη, είδα έναν άνθρωπο να περπατά, να γέρνει λιγάκι σε ένα παρακαρισμένο αμάξι, να σκύβει κι ύστερα να πέφτει. είδα έναν άνθρωπο να πέφτει. η φίλη του άρχισε να φωνάζει στους περαστικούς ότι ο άνθρωπος είχε καρδιά και να φωνάξουμε το 166. ένα άλλο ποδήλατο σταμάτησε, η κοπέλα που το οδήγαγε γιατρός, άρχισε τις μαλάξεις. το νοσοκομειακό αργούσε. κάθε τόσο η κοπέλα, εξαντλημένη από την προσπάθεια, έσκυβε στα χείλη του ανθρώπου να νιώσει την, σχεδόν, ανεπαίσθητη αναπνοή του. ένα λεπτό πριν, επιτέλους, φτάσει το νοσοκομειακό, η αναπνοή έδειχνε να έχει σταματήσει. ο απινιδωτής έδειξε ότι είχε ακόμη σφυγμούς. ο οδηγός του ΕΚΑΒ όρμηξε με μαλάξεις τόσο δυνατές που το αμάξι χοροπηδούσε κι η αναπνοή έδειχνε ξαφνικά να επανέρχεται. η κοπελιά αναρωτιόταν αν, πράγματι δεν ανάσαινε για ένα λεπτό, τι ελπίδες μπορεί να έχει να επανέλθει και εγκεφαλικά αν τα καταφέρει κι επιζήσει, δεν μάθαμε τι απόγινε.

Ή ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ" κενό! ίσως αυτή να είναι όλη η αλήθεια και η φράση, έτσι γραμμένη, χωρίς το περιγραφικό κενό μου, να μην είναι καθόλου ημιτελής. γιατί η ζωή, πολύ απλά, είναι και ό,τι άλλο, χωρίς ζωή, απλά δεν είναι.

¨Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ". τόσο απλά. τι άλλο;

η ζωή είναι :)



Υ.Γ.: το πρωτοδημοσίευσα στη σελίδα μου στο fcb την Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012
με τόσο ντάλα ήλιο, οι σκιές εξαύλώνονται, εξαχνώνονται, όταν ο ήλιος σημαίνει κάθετα, οι μόνες σκιές είναι τα πελματώδη, άνιχνα αποτυπώματα. ασκίαστη μεσημβρία, ίχνος σκιάς πουθενά.

δίχως σκιά αλλά όλοι σκιαγμένοι. φωτομετρώ τα βλέμματα, ......ίχνος φωτός πουθενά. εδώ, στον ευφημισμό της Ομόνοιας λες και όλοι έχουν εμφύλιο με όλους. αν μπορούσαν να κοιτάνε ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις θα το έκαναν, αν μπορούσαν να κοιτάνε και πίσω από την πλάτη, θα το έκαναν - κυρίως εκεί - γιατί τα βλέμματα εδώ είναι σουγιαδιές και βάστα μη σε πάρουν πισώπλατα.

πισώπλατα τον είδα κι εγώ, μετεωριζόμενος στην περίσσεια του χαώδους, βάδιζε αλλοπρόσαλλα. ντάγκλα στο ντάλα, σκέφτηκα. στα χέρια του κράδαινε με τη χαρά μικρού παιδιού μια φιγούρα του Καραγκιόζη. όποιον ένιωθε κάπως στάσιμο στο πέριξ αλαλούμ, πήγαινε και του πρότασσε τον Καραγκιόζη. τον κούναγε πέρα δώθε ελπίζοντας να τρακάρει κανένα βλέμμα. οι περισσότεροι λες κι αντίκριζαν σκιά, λες και ήταν τελείως διαπερατός, ανύπαρκτος στο βλέμμα τους. ανεστίαστος στων άλλων τα βλέμματα.

τον πήρα στο κατόπιν. ένιωσα, για λίγο, σαν να αναβιώνω με σκληρό, μεσημβρινό φως τα αξημέρωτα των άλλοτε "ακροβατών λαθραίων ισορροπιών", όταν σχεδόν κατοικούσα σε τέτοια χνάρια. μπροστά σε ένα πάγκο με κάτι μποουκαλάκια με αρώματα κοντοστάθηκε. εκεί πρόφτασα να του κλέψω μια εικόνα.

έτεινε τον Καραγκιόζη στον καθιστό μπροστά του και άρχισε να τον κουνάει πέρα δώθε. ο άλλος τύπος, όμως, διαγώνια στο βάθος του πάγκου,, φαίνεται στην εικόνα να ανταποδίδει την προ-ταση του Καραγκιόζη και, μάλιστα, με την ίδια στάση σώματος, σχεδόν σαν ανθρωπόμορφο είδωλο της χάρτινης φιγούρας. την ίδια στιγμή το "όργανο" πίσω του, με το απαράμιλο hair cut, κοιτά δίβουλος κι αναποφάσιστος που να εστιάσει την καχυποψία του. στη φιγούρα ή στον ντάλα τύπο;

ντάλα μεσημέρι σήμερα στην Ομόνοια. όλοι σκιαγμένοι αλλά δίχως σκιά πουθενά. ανάμεσά τους, περιφερόμενος, ένας ήρωας του θεάτρου των σκιών. θέαρο σκιών δίχως ούτε μια σκιά, σε ένα κόσμο σκιών. μια φιγούρα επιθετικά πολύχρωμη, φωτεινά έγχρωμη ανάμεσα σε πρόσωπα που φαντάζουν σκιές χρωμάτων..

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011









" Αν ρωτάτε για μένα,
συνεχίζω να έχω
μια μεγάλη περιέργεια για τη ζωή.
Συνεχίζω ακόμη να κοιτάζω
ένα σύννεφο,
...να κοιτάζω τη θάλασσα.
Θα μου άρεσε
να μπορέσω να αφηγηθώ τον άνεμο.
Αλλά είναι δύσκολο. "

Gian Maria Volonte

μια κραυγή στον πάνω όροφο. χυμάω στις σκάλες. μια καθαρίστρια έξω από την πόρτα. δωμάτιο 204. κάνω να σπρώξω την πόρτα, κάπου "βρίσκει". σκύβω στη χαραμάδα. ένας ημίγυμνος άντρας γερμένος στο πάτωμα. κάτω από το κεφάλι του μια άσπρη πετσέτα. είναι νεκρός; κάνω να πιάσω σφυγμό. πρώτη φορά άγγιζα το θάνατο, εκεί και τότε...

Φλώρινα, ξενοδοχείο "ΛΥΓΚΟΣ", 6 Δεκεμβρίου 1994, γύρω στις 11 το πρωί. ο Gian Maria Volonte κείτεται μπροστά μου νεκρός! μόλις λίγες ώρες πριν γλεντάγαμε αντάμα στον ημιόροφο, πίναμε κόκκινο κρασί και τραγουδούσε κατακόκκινα, επαναστατικά ιταλικά τραγούδια. δεν μας καληνύχτησε φεύγοντας. γύρισε, μας κοίταξε και είπε τρεις φορές: "δεν παραδινόμαστε, συνεχίζουμε!"

ο Αγγελόπουλος έτρεξε δίπλα μου, είδε τον Volonte με τα μάτια μιας παιδικής διαστολής, και γύρισε για να κλειστεί αμίλητος στο δωμάτιό του. το συνεργείο μαζεύτηκε στη reception. θυμάμαι σαν τώρα να περνά μπροστά μας η σωρός, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι. από τότε ο θάνατος φοράει λευκά μέσα μου...

ο Αγγελόπουλος με ειδοποιεί να ακολουθήσω τον ιατροδικαστή και τους αστυνομικούς στην πραγματογνωμοσύνη στο δωμάτιο του Volonte. ακόμη θυμάμαι τον καφέ του στο κομοδίνο, το μισοφαγωμένο κέηκ, τις σταγόνες στο μπάνιο, το ανεπαίσθητο εκμαγείο του κορμιού του στο στρώμα του κρεβατιού. οξύ ισχαιμικό ενώ έβγαινε από το μπάνιο, είπανε...

επιστρέφοντας στη reception κατεβαίνει μαζί μου κι ο Harvey Keitel. "λοιπόν, τι γύρισμα έχουμε σήμερα για cover set?". κάποιοι αντδρούν άσχημα στην ερώτησή του. κι όμως! το ίδιο βράδυ έμελλε να κάνουμε ένα από τα πιο όμορφα γυρίσματα. ένα γύρισμα με ένα πολύ παράξενο ordinno. έξω από το εκκλησάκι του νεκροταφείου, πολιτικός αποχαιρετισμός στον G.M.V.. με το "ΡΕΚΒΙΕΜ" στη διαπασσών, βουβοί, πυρακτωμένοι μες στο χιόνι. δεν κύλαγαν δάκρυα, φλόγες στάζαν...

ο Αγγελόπουλος είχε μείνει ώρες στο δωμάτιό του μόνος κι αμίλητος εκείνη τη μέρα. κάποια στιγμή μας καλεί στο δωμάτιό του, τρεις από τους συνεργάτες του. με μια φωνή που μόλις κι ακουγόταν ρωτά "τι κάνουμε". ο Κατσέλης απαντά σε τρίτο πρόσωπο! "εγώ ξέρω ότι ο Αγγελόπουλος, την ημέρα που πέθανε ο πατέρας του, πήγε για γύρισμα το ίδιο βράδυ".

έτσι και κάναμε... αποχαιρετήσαμε τον Gian Maria κρατώντας φυλακτό τα στερνά του λόγια:

"ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ, ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ"

πασχίζοντας να αφηγηθούμε τον άνεμο..
υγ: το ποίημα το συνάντησα στο blog της μικρής, καλής μου φίλης Αλίκης http://planitesskepseis.blogspot.com/ . η ταινία που γυρίζαμε τότε ήταν το "ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ" - ο πρώτος χειμώνας των γυρισμάτων. εκείνη τη μέρα μόλις είχαμε έρθει στη Φλώρινα από τη Σερβία. ήμουν φαντάρος τότε, με άδεια χωρίς ημερομηνία λήξης, να περνοδιαβαίνω σύνορα σαν να μην τρέχει μία.., αλλά αυτή είναι μια άλλη, απίστευτη ιστορία.άλλη φορά :)

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

η αγωγιμότητα στις φλόγες..

οι γεωτεκτονικές πλάκες Ευρώπης κι Αφρικής διαρκώς συγκλίνουν. στο μεταξύ, όμως, η Αφρική παραμένει ακόμη απέναντί μας ενώ εμείς παραμένουμε ...καφρική - ό,τι και αν μας κάνουν. ως πότε, όμως? μέχρι τότε θα βλέπουμε την Τυνησία και την Αίγυπτο στις τηλεοπτικές μας οθόνες. αλήθεια, τι αγωγιμότητα έχει η Μεσόγειος στις φλόγες?




σήμερα ήταν αναπόφευκτο να έχει περισσότερο κρύο. καιρό τώρα, ό,τι καιρό κι αν έχει, ο καιρός σταδιακή επιδεινώνεται. με τέτοιο καιρό ο καθένας διαλέγει καταφύγιο. μερικές φορές διαλέγουμε περισσότεροι το ίδιο καταφύγιο. πολλοί ...καθένας, όλοι μαζί

"Καφενείο Θησείο", το δικό μου καταφύγιο, ό,τι καιρό κι αν κάνει. ανοίγοντας την πόρτα ...του σήμερα δεν μπήκα μονάχος μέσα. μπήκαν μαζί μου τρία πουλιά! έξω ξεροστάλιαζαν και είπαν να ζεσταθούνε. τα δύο πετούνε παιχνιδίζοντας με τις χαρτοκοπτικές επιδόσεις της Φρόσως (της αφεντικίνας) γύρω από τα φωτιστικά του ταβανιού. το ένα κάθισε στο τραπέζι μου και μου φαίνεται πως με κοιτά στα μάτια.

εδώ μέσα νιώθω πως έκανε από πάντα ζέστη! από επιλογή, πάντα μονήρης η καταφυγή μου μέσα σε τόσο κόσμο. δύσκολα την μοιράζομαι. γράφω εδώ, από εδώ μέσα ταξιδεύω παντού. "εγκαταβύθιση" έγραφε κάπου ο Σαχτούρης.

ο σεβασμός που εισπράτω από κάποια βλέμματα εδώ μέσα με τρομάζει. άγνωστα βλέμματα, παράξενα οικεία, ανοίκειος στη θαλπωρή, λάβα καυτή στο χιόνι. "σαν νερό σε καυτό μέταλλο", αν θυμάμαι καλά, έλεγε κάπου η Kinski σε κάτι του Coppola... σχεδόν παρεξηγήθηκα όταν κάποτε έκανα να πληρώσω και μου είπαν "κερασμένο από τη Φρόσω". από τότε το συνήθισα σαν μια λυτρωτική ομολογία.

τώρα που κοιτάω το πουλί απέναντί μου σκέφτομαι ότι τόση ώρα δεν κοιτάει εμένα. κοιτάνε κάθετα τα πουλιά, όχι μπροστά τους, έτσι δεν είναι; και κάθετα απέναντί του είναι η νέα χαρτοκοπτική απόπειρα της Φρόσως στο πίσω τοίχο μου. μια φράση του Γκάντι:

"be the change you wish to see in the world"
να είσαι η αλλαγή που θα ήθελες να δεις στον κόσμο...

είμαι σίγουρος πια! το πουλί κοιτάει αυτό που εγώ δεν μπορώ να δω.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011













"που πάει ο καιρός που φεύγει
κι όταν φτάνει ξαναφεύγει" (Μ. Κριεζή)
ο χώρος τελειώνει κάπου, ο χρόνος ποτέ. ή, μήπως, ο χώρος τελειώνει κάποτε κι ο χρόνος κάπου; δεν ξέρω... για μένα, πάντως, ο χρόνος τελειώνει στο χώρο. έχω προσδιορίσει, μάλιστα, το ακριβές σημείο του τέλους του χρόνου!... και το επισκέπτομαι, χρόνια τώρα, το τελευταίο σούρουπο κάθε χρόνου

"πως να κρατήσω το φως που βασιλεύει" (Γκάτσος)
όταν ξεκίνησαν οι εφηβικές βόλτες πάνω από το Αστεροσκοπείο, στα δυτικά βράχια του Φιλοπάπου, ο Γκάτσος δεν είχε γράψει ακόμη τους στίχους του "Χειμωνιάτικου Ήλιου" μα εγώ θαρρούσα πως ήδη τους συλλάβιζα στην δύσθυμη σιωπή μου. τότε, με άλλον ποιητή πορευόμουν αλαμπρατσέτα - παντιέρα στην έπαρση μιας ετσιθελικής μοναξιάς:
"Καληνύχτα, το φως χαιρέτησέ μου" (Καρυωτάκης)

31 Δεκέμβρη, χρόνια τώρα, βολτάρω σούρουπο στου Φιλοπάπου. φωλιάζοντας στο βλέμμα μου την τελευταία αναλαμπή του χρόνου που φεύγει, αποχαιρετώντας το τελευταίο του φως. παλαιότερα, αγρίευα ανηφορίζοντας μόνος μια τέτοια μέρα εκεί πάνω. όλη την πόλη τριγύρω να βουίζει στην προσμονή της αλλαγής του χρόνου, μα εκεί πάνω ερημιά, και κρύο.

οι συνήθειες είναι η κινούμενη άμμος της λησμονιάς. ξεχνιόμαστε και ξεχνιούνται. είχα χρόνια να ανέβω. η σημερινή εικόνα πρωτόγνωρη! ακροβολισμένοι στα βράχια, μακριά ο ένας από τον άλλον, δέκα, ίσως και παραπάνω. διάφορες ηλικίες, ίδιο βάρος στο βλέμμα, κοινή κατεύθυνση στο βλέμμα, βλέμμα δίχως προορισμό. ένας απίστευτος χορός μοναχικών ανθρώπων, η μοναξιά που διαρκώς πληθαίνει, εγενώς ανίκανη κι φύσει ανήμπορη στους πληθυντικούς.

κοντοστάθηκα αντίκρυ. δεν κοιτούσα τον ορίζοντα πια. αναζητούσα το έσχατο φως του χρόνου βυθομετρώντας στα διάσπαρτα βλέμματα. κάποια στιγμή, κοιτώντας αυτή την απρόσμενη παρέα στην άλλοτε μοναχική μου καταφυγή, ήταν σαν να έβλεπα εμένα τον ίδιο σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της ζωής μου, κάθε φορά και σε άλλο βράχο!

στο μεταξύ, με τρόπο σχεδόν μαγικό, ο χώρος άδειασε. απέμεινε στο βάθος, στον αγαπημένο μου βραχάκι, μονάχα ένα παιδί, ένας έφηβος με μακριά μαλλιά και παλτό μαύρο. τον έβλεπα πλάτη κι από μακριά. σαν να έβγαινα άξαφνα από βαθύ λήθαργο, γύρισα απότομα κι απομακρύνθηκα χωρίς να κοιτάζω πίσω μου. έφυγα σχεδόν τρέχοντας, με έναν ανεπαίσθητο τρόμο. πως μου ήρθε ετούτη η σκέψη μια τέτοια μέρα... έτρεμα μην γυρίσει προς τη μεριά μου το παιδί και δω πάνω του το αλλοτινό μου πρόσωπο, τον χρόνο που πεθαίνει, το τέλος του προσωπικού μου χρόνου. μα αυτό τον χρόνο κήδευα με τόση αλαζονία; τόσα χρόνια, τόσους χρόνους...

"ενθάδε κείται ο χρόνος που πεθαίνει", περιγέλαγα έφηβος στα διάσπαρτα βράχια... αχ γέρο Προυστ, έχω τις απαντήσεις...

"τώρα πέρασε ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά" :)))


σημείωση: το δημοσίευσα 31 Δεκέμβρη 2010 στη σελίδα μου στο facebook










"με την κίτρινη γλώσσα να τρεμοπαίζει
λιώνει συνέχεια το κερί
έτσι ακριβώς ζούμε εσύ κι εγώ
λιώνει το σώμα
λαμπαδιάζει η ψυχή"

Αρσένι Ταρκόφσκι, "Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας"

ο Ναζίμ μας καλούσε να καούμε για να γεννούνε τα σκοτάδια λάμψη. ο Μοσκώφ μας ένευε να αυτοπυρποληθούμε αν θέλουμε να αγαπηθούμε πραγματικά. εμείς, όμως, διάπυροι γνωρίζουμε την αφλογιστία μας. πόσες σπίθες να φωλιάζουνε άραγε στις στάχτες μας; λιωμένα κορμιά, ψυχές που σταχτίζουνε. ψυχές καμμένες...